- ἐρυθρόξανθος
- ἐρυθρό-ξανθος, ον,A reddish-yellow, Aët.12.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερυθρόξανθος — η, ο (Α ἐρυθρόξανθος, ον) ερυθρός και ξανθός, ξανθοκόκκινος … Dictionary of Greek
ἐρυθρόξανθον — ἐρυθρόξανθος reddish yellow masc/fem acc sg ἐρυθρόξανθος reddish yellow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek